-
1 ἐξηγέομαι
2 c. acc. pers., lead, govern, in Th.,τὰς πόλεις 1.76
; τὴν Πελοπόννησον ib.71.b abs., Hdt.1.151, 9.11.3 c. dat. pers. et acc. rei, show one the way to,τοῖσι ἐχθροῖσι τῆς πατρίδος ἅλωσιν Hdt.6.135
;ἃ δ' ἐξηγεῖσθε τοῖς ξυμμάχοις Th.3.55
: c. dat. pers. only, go before, lead, , etc.: c. acc. loci only, lead the way to, χῶρον ib. 1520.4 c. gen. rei,ἐ. τῆς πράξεως X.Cyr.2.1.29
; with dat. pers. added,πᾶσι κάλλους τε καὶ τελειότητος Jul.Or.4.132d
.5 ἐ. εἰς τὴν Ἑλλάδα lead an army into Greece, X.An.6.6.34.II dictate a form of words,ἐ. τὸν νόμον τῷ κήρυκι D.19.70
; ἐξηγοῦ θεούς dictate, name them, E.Med. 745.2 generally, prescribe, order,ποιήσουσι τοῦτο τὸ ἂν κεῖνος ἐξηγέηται Hdt. 5.23
;ὅ τι χρὴ ποιέειν ἐξηγέο σύ Id.4.9
, cf. 7.234;ᾗ ὁ νόμος ἐξηγεῖται Pl.R. 604b
: of a diviner, c. inf., order one to do, A.Eu. 595;τἄλλα δ' ἐξηγοῦ φίλοις Id.Ch. 552
; esp. freq. of religious forms and ceremonies, οἷς τῶν ἄλλων θεῶν οἱ Μάγοι ἐξηγοῦντο, = τοῖς ἄλλοις θεοῖς οὕς .. X.Cyr.8.3.11, cf. 4.5.51,7.3.1;τί φῶ; δίδασκ' ἄπειρον ἐξηγουμένη A.Ch. 118
, cf. S.OC 1284, etc.;οὗτος ὁ θεὸς περὶ τὰ τοιαῦτα.. ἐ. Pl.R. 427c
, cf. 469a.3 expound, interpret,ἐ. τὸ οὔνομα καὶ τὴν θυσίην Hdt.2.49
;τὸν ποιητήν Pl.Cra. 407a
;ἃ Ὅμηρος λέγει Id. Ion 531a
;ὁ τὸν Ἡράκλειτον.. ἐξηγούμενος Antiph.113.3
;τὰ νόμιμα D.47.69
: abs., ἄγραφοι νόμοι καθ' οὓς Εὐμολπίδαι ἐξηγοῦνται according to which they expound things, Lys.6.10, cf. And.1.116 (leg. κηρύκων ὤν); cf.ἐξηγητής 11
.III tell at length, relate in full, Hdt.2.3, A.Pr. 216, 702, Th.5.26; set forth, explain, τὴν ἔλασιν the line of march, Hdt. 3.4, 7.6; ;τὰ τοῦ νομοθέτου βουλήματα Pl.Lg. 802c
, cf. R. 474c: c. acc. et inf., explain that.., S.Aj. 320: folld. by relat.,ἐ. ὁτέῳ τρόπῳ.. Hdt.3.72
. etc.;ἐ. περί τινος X.Lac.2.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξηγέομαι
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek